Την Τετάρτη που πέρασε μου συνέβη κάτι πρωτοφανές από καταβολης κόσμου (μου).
Οι περισότεροι από εσάς γνωρίζετε πως οι τελευταίες εβδομάδες ξετυλίχθηκαν γύρω από 2 κυρίως άξονες: την μετακόμιση και την προετοιμασία του ταξιδιού στην Ινδία με την Τζώρτζια. Μιλάμε για πολύ κούραση αλλά και ενθουσιασμό. Και για τα δύο.
Την περασμένη Τετάρτη λοιπόν, επέστρεψα στο σπίτι κατά τις τρεις το μεσημέρι μετά από διάφορα τρεχάματα και -για πρώτη φορά μετά τη μετακόμιση- άρραξα στο κρεββάτι και χάζευα τηλεόραση (!!!).
Μου τηλεφώνησε ο αδερφός μου ο David και με ρώτησε αν κοιμάμαι, αν μπορεί να περάσει να με δει. "Έλα, σε περιμένω!" του είπα και αποκοιμήθηκα.
Έφτασε μετά από μισή ώρα και για άλλη μισή ώρα χτύπαγε κουδούνια (στην είσοδο της πολυκατοικίας και -μετά- στην πόρτα του διαμερίσματος) και απανωτά τηλεφωνήματα (βρήκα 6 αναπάντητες μετά) και δεν άκουσα απολύτως τίποτα!
Τρομοκρατήθηκε, το μυαλό του γέννησε φρικιαστικά σενάρια, κινητοποίησε φίλους για να βρεθούν 2α κλειδιά να μπει στο διαμέρισμα, αφού είμαι αυτή που ξυπνάει (και κοιμάται) με την μεγαλύτερη ευκολία του κόσμου, υπό φυσιολογικές συνθήκες.
Ευτυχώς ξύπνησα πριν σπάσει την πόρτα...
Κάπου εκεί κατάλαβα την έκταση της εξάντλησής μου.
Η Γιούτα είναι η καλή του πατέρα μου, του Μπερνάρ (έλα, να μαθαίνουμε τα πρόσωπα του δράματος σιγά σιγά). Εκείνη είναι 71 ετών και εκείνος πλησιάζει τα 77. Γνωρίστηκαν πριν 3 περίπου χρόνια, μέσω ίντερνετ (Σ.σ. για τους φίλους τουητοκοσμικούς: #BeatThat)
Και έτσι πέρασαν δυόμιση μέρες με οκτάωρους νυχτερινούς ύπνους, βράδια στην βεράντα με το τραγούδι του γκιόνη, πρωινά ξυπνήματα με τζιτζίκια και τριζόνια, 2 θαλασσινές βουτιές στον Αη Νικόλα (Φραγκίσκο, θυμάσαι;), ένα crash refresher course σε Πόρτες-Πλακωτό-Φεύγα και ατελείωτες συζητήσεις γύρω απ το τραπέζι στο οποίο πρωταγωνίστησαν οι αναμνήσεις απ τα παιδικά μου χρόνια. Νομίζω πως για τον μπαμπά μου, θα είμαι για πάντα ο Μούχτης, 4 χρονών. Δεν με χαλάει :)
Ο Μούχτης & κι ο Vadit, στο Sihlbrugg γύρω στο 1972
No comments:
Post a Comment